τροφονευρωτικός

τροφονευρωτικός
-ή, -ό, Ν [τροφονεύρωση]
ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροφονεύρωση («τροφονευρωτική διαταραχή»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”